- καλαμαύλας
- καλαμαύλᾱς , καλαμαύληςone who plays on a reed-pipemasc acc plκαλαμαύλᾱς , καλαμαύληςone who plays on a reed-pipemasc nom sg (epic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.